- εὐθύωρον
- εὐθύωροςin a straight directionmasc/fem acc sgεὐθύωροςin a straight directionneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευθύωρος — εὐθύωρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ευθεία κατεύθυνση 2. (το ουδ. ως επίρρ.) εὐθύωρον α) ευθύς, αμέσως («εὐθύωρον θνῄσκει», Προκ.) β) σε ευθεία διεύθυνση («ἄγει δὲ αὐτὸς εὐθύωρον ἐπὶ τὴν κοίτην τοῡ δράκοντος πνεῡμα θεῑον», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek